- σιμωνιακός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στη σιμωνία.2. ένοχος σιμωνίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιμωνιακός — ή, ό / σιμωνιακός, ή, όν, ΝΜΑ [σιμωνία] 1. αυτός που έχει σχέση με τη σιμωνία 2. ο ένοχος σιμωνίας νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιμωνιακά πολύκροτο σκάνδαλο δωροδοκίας και σιμωνίας που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη τον Ιανουάριο 1875… … Dictionary of Greek
σιμωνιακά — Πολύκροτο σκάνδαλο, που αποκαλύφτηκε τον Ιανουάριο του 1875 στην Ελλάδα, και στο οποίο είχαν ανάμειξη γνωστοί πολιτικοί και κορυφαίοι κληρικοί. Συγκεκριμένα, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, διατυπώθηκαν κατηγορίες εναντίον δύο… … Dictionary of Greek
σιμωνιανοί — οι, ΝΜ οι οπαδοί τού Σίμωνος τού Μάγου 2. (στον εν.) ο σιμωνιανός αυτός που έχει διαπράξει το αμάρτημα τής σιμωνίας, σιμωνιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σίμων (ΙΙ) + κατάλ. ιανός (πρβλ. Νερων ιανός)] … Dictionary of Greek
Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε … Dictionary of Greek